Σήμερα είμαι η ποιο ανοιχτή απόχρωση του κόκκινου.
Σήμερα είμαι αυτή η Αγάπη..

Τʼ αστέρια που ονειρευτήκαμε


Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τʼ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απʼ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γιʼ αργότερα.

Όταν

Περπατώ ολομόναχη στην πλαγιά των λύκων.

Σε ένα μονοπάτι που έχουν φυτρώσει στην άκρη του κάτι πολύχρωμα όνειρα.
 Σαν αγριολούλουδα.
 Πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου.
 Πέρα από τα σύνορα της λογικής μου. Στην κόψη της νύχτας.
 Όταν κάποια φορά στην ζωή σου νιώσεις πανικό χτυπά την πόρτα εκείνου που ξέρεις πως σε περιμένει.
Την ώρα του μεγάλου πανικού θα χτυπήσεις την πόρτα εκείνου που ορκίστηκε πώς πάντα θα σε περιμένει. 

Είδες που άδικα φοβόσουνα; 
Δεν χάλασε ο κόσμος λοιπόν, όταν όλοι θα σε απαρνηθούν και ο τελευταίος Ιούδας θα αρπάξει τα δηνάρια του, μόλις σε φιλήσει με πάθος στο στόμα.
Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια μέρα γυμνή και ξεχασμένη σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με τον οίκτο του. 

Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου ένα ανθισμένο κυκλάμινο.
Αυτός θα είναι εκεί.
Τελείωνε μωρό μου, θα σου πει. 

Ξεπάγιασαν τα χέρια μου να περιμένουν να σε αγκαλιάσουν.

"Σκισμένο ψαθάκι" Α. Παπαδάκη

Η βαρκαρισσα της χιμαιρας.


Τις περισσότερες ζημιές τις έπαθα στα ήσυχα νερά.
Τότε που χαλάρωνα και εμπιστευόμουν το πλεούμενό μου στον πρώτο ξέμπαρκο ναύτη που συναντούσα.
Αυτοί οι ξέμπαρκοι σουρωμένοι νάυτες που αναμάζευα και τους βάφτιζα καπεταναίους για να τους στήσω στα πόδια τους!
Αυτοί μου 'ριχναν το πλεούμενό μου στις ξέρες.
Ύστερα, όταν χρειαζόμουν χέρια για να το ξαναρίξω στο γυαλό, όταν χρειαζόμουνα βοήθεια, για να μπαλώσω τα ύφαλα, λάκιζαν και με παρατούσαν μοναχή.
Και μου 'παιρνε καιρό, κάθε φορά...
Μου 'παιρνε πολύ καιρό να κάθομαι στις ξέρες και να κάνω επισκευές.
-Πόσο κολάζεται το αδίκημα, καθυστέρησις εν πορεία;
Με ρώτησε κάποτε ένας φίλος μου. Παλιός και έμπειρος "ναυτικός" κι αυτός.
Αλήθεια. Πόσο κολάζεται; Ξέρει κανείς να μας πει;

Είμαι.



Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε

αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Ίνα πληρωθή το ρηθέν


 
 Ήμουν τόσο λυπημένος, που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό το ηλίθιο φάντασμα μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη «γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;» «θέλω να καταλάβω, μητέρα».

 Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί: ο γέρος με το φλάουτο ένας τρελός χωρίς ηλικία ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό - τ’ απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.

 Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά - νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι είχαν περάσει τα χρόνια κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.

 Τάσος Λειβαδίτης

H θάλασσα και τα ποτάμια



Πήγαν τα ποτάμια  παραπονεμένα  κι είπαν της θαλάσσης:

― Φέρνομε σ’ εσένα όλα μας τα πλούτη,
όλη τη χαρά μας, όλη τη ζωή μας,
όλα τα νερά μας.


Kαι για πληρωμή μας συ τι μας χαρίζεις;

Παίρνεις τα νερά μας και μας τ’ αρμυρίζεις!








Kαι τους είπ’ εκείνη:

― Πώς μπορώ ν’ αλλάξω;

Tα γλυκά νερά σας πώς να τα φυλάξω;

Eίμ’ από τη φύση αρμυρή πλασμένη
Kι αρμυρό κοντά μου κάθε τι θα γένει.


Tα παράπονά σας πάνε στα χαμένα.
Θέτε το καλό σας;
φεύγετ’ από μένα.

(Γεώργιος Δροσίνης.)

Η Θάλασσα Μέσα Μου

Ποια είν΄ η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ; 
 
 
 
 
Η γλώσσα των αιώνιων ερωτήσεων. 
Και σε ποια γλώσσα απαντάς, ουρανέ; 
 
 
 
 
Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής.
 (R.Tagor).

Όπου βρίσκεσαι.... υπάρχω...

Είναι και κάτι μηνύματα που μας αναστατώνουν πριν καν τα ανοίξουμε...



Αρκεί το όνομα του αποστολέα.....

Ο ΑΝΕΜΟΣ


Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που σου χαϊδεύει τα μαλλιά
που μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισό σου
και τρίβεται ερωτικά στο στήθος σου

Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια
εκεί που δεν το περιμένεις χώνεται στις σάρκες σου
και σε αδειάζει από τα μέσα
και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει
ούτε καν μεδούλι στα οστά σου
που δεν σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής
που γίνεσαι κοχύλι άδειο ηχείο
κουκούλι του κενού
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που πλέκει
τα δάχτυλά του μες στα δάχτυλά σου
και με υποσχέσεις για ταξίδια και φτερά σε νανουρίζει ο θάνατος είναι η μόνη χώρα που γνωρίζει




Στήλωσε στέρεα τα πόδια σου στη γη
και τίναξέ τον από πάνω σου τον άνεμο

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
Αργύρης Χιόνης




'' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;''ρώτησα τη φωτιά.


"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.

Από μιαν άποψη είχε δίκιο,

τον έβλεπα οντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος, που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

 Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο πάνω απ’ το κεφάλι μου.

“Η Ιστορία ενός Ανθρώπου”

Σπύρος Αραβανής.

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
μέρες, μήνες, χρόνια...
Κάποια μέρα έφθασε σε ένα πανδοχείο.
Ζήτησε δωμάτιο.
Η ξενοδόχος απόρησε:
-Κύριε, φαίνεστε τόσο κουρασμένος και ταλαίπωρος!
Από πού έρχεστε;
-Έρχομαι από τα βάθη της ψυχής.
-Και πού πηγαίνετε;
-Πηγαίνω ως την άκρη της ζωής.
-Κι όλη αυτή η σκόνη στα παπούτσια σας, τι είναι;
-Σημάδια για το δρόμο μου.
-Φοβάστε μη χαθείτε;
-Φοβάμαι μη ξεχάσω....

Αναμονή



Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δεν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.

Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.


Αβάσταχτο είναι...Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ' ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.


Μενέλαος Λουντέμης

- Ασήμαντα περιστατικά -

 Αργύρης Χιόνης







Είναι δυο άνθρωποι.
Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: "Θα σε σκοτώσω".

"Μα γιατί;", ρωτά ο άοπλος "τι σου 'χω κάνει;
Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις".

"Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω.
Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα", λέει αυτός με το μαχαίρι.

"Ή και να με μισούσες", λέει ο άοπλος.
 "Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
 Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε!"


"Κι αν σ' αγαπήσω", επιμένει ο οπλισμένος, "αν σ' αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;"

"Ω, μη φοβάσαι", λέει ο άοπλος,
 "σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη.
 Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση"

Αφαίρεση



Μου ’πες: ένα το κρατούμενο
δύο, τρία, τέσσερα
και συνέχισες –θυμάμαι- να μετράς και να κρατάς.
Μόνο που δεν άκουσα καλά:
ήτανε κρατούμενα
αφαιρετέου ή προσθετέου;
Η ελπίδα βέβαια μιας πρόσθεσης
σπαρτάριζε βαθιά κι αόριστα στους υπολογισμούς μου.




Ωστόσο στο τέλος
όλα σχεδόν απόμειναν κρατούμενα
-τα υπόλοιπα: μηδέν-
κι όπως τελείωσες
τα πήρες φεύγοντας μαζί σου.
Επρόκειτο λοιπόν για αφαίρεση.
Δεν σου ’πα λέξη κι άλλωστε γιατί;
Ακόμα κι αν δεν ήταν μια αφαίρεση σωστή
την είχες κάνει μ’ όλους τους κανόνες .




(από την ποιητική συλλογή του Σταύρου Βαβούρη 
ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ... ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ "έρχομαι")

H MONAΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ


"Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!

Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.

Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος,
που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις,
που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες,
 που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.

Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου.
Η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει
 κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.

Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία,
ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς.
Φτάνει να το θές.

Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ.
Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι.

Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω.
Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.

Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά.
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελλώς σε αποδέχομαι.
Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.

Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω.
Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση.
 Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.

Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.

Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί.
η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια:
γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος."

 ( Μάρω Βαμβουνάκη )

Μόνο αυτό..



Αυτό που θα ήθελα απόψε,είναι τη ζωή μου πίσω.
Αλλά δεν ξέρω από ποιόν να τη ζητήσω.
Τόσο τη σκόρπισα,τόσο τη χαράμισα,τόσο τη δάνεισα,τόσο την ξερίζωσα.
Από ποιόν να τη ζητήσω τώρα...
Και τι ωφελεί...
Αυτό που θα θελα απόψε,τελικά,είναι ένας ώμος,να γείρω πάνω του να κλάψω.
Να κλάψω πολύ.
Με λυγμούς.
Με κραυγές.
Να κλάψω για όλα.
Για  όσα  αγάπησα.
Γιά όσα ονειρεύτηκα.
Για όσα ένιωσα.
Για όσα περίμενα και ποτέ δεν ήρθαν.
Για όσα με πρόδωσαν.
Για όσα με χαράκωσαν.
Για όσα με θανάτωσαν.
Για όσα μ'ανάστησαν.
Να κλάψω πολύ.
Με λυγμούς.
Με κραυγές.
Για όλα....
Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν ακούσω τη φωνή του, να μου πει ψιθυριστά:
"Μην κλαις" .
Μόνο αυτό.
Τίποτε άλλο.
Μην κλαις.Μόνο αυτό....
Αλκυόνη Παπαδάκη "Στο ακρογιάλι της ουτοπίας"

Οι μικροί γαλαξίες



Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο,
στέκονται ο ένας αντίκρυ
 στον άλλο,
 μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν,
διασταυρώνονται,
 μοιάζουν σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ, δε λόξεψες,
βάδισες ίσα,
προχώρησες μες από μένα,
κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα,
 μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου.
Σταθήκαμε ο ένας μας μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη λάμψη και κίνηση,
σαστίσαμε ακίνητοι κάτω απ’ τη θέα τους
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως,
διαμοιράστηκες.



Όλες οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα δίχτυ που λάμπει:
στα πόδια,
στα χέρια,
στο στήθος,
στο μέτωπο.
Τ’ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον κατοικούμε τη γη.
Νικηφόρος Βρεττάκος

Aπο_ Φασεις

Η  ζωή θα ήταν ίσως πιο εύκολη αν δεν σε είχα συναντήσει




Μόνο που… δεν θα ήταν η ζωή μου…
 Erich Fried

Στ' ορκίζομαι...



Μια
σταγόνα από το άρωμα σου είναι αρκετή για να γεμίσει το δωμάτιό μου ...


Λίγη
από την  αγάπη σου αρκετή για να γεμίσει τη ζωή μου.

(Σαίξπηρ)

"Ότι περιγράφω με περιγράφει"


 --



Μια φορά κι έναν καιρό, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε που υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα.
Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε που ήξερε πότε γεννήθηκε.
 Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους.
 Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά.
 Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη.
 Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, εκτός από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.
 Η δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη· δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς.
Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη.
Το χρώμα της ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες.
Η ασήμαντότητά της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της.
 Ένα απ’ αυτά το ’παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει.
 Έν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.
 Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τι δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τι είναι.
Μια μέρα όμως έμαθε.
Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, έν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα ψηλά και μακριά.
Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας.
Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πως μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμα πως ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.
 Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις.
Και τι δεν ήταν φυτεμένο εκεί!
Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια.
 Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες.
 Μ’ άλλα λόγια, ο κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.
 Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, που τόσο ξαφνικά ανακάλυψε.
 Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.
Το μεγάλο ξάφνιασμά της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα που απλωνόταν από κάτω της.
Απ’ τη στιγμή που βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριβαλιά και δυο ρίζες βασιλικό.
 Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξή τους.
Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φως, τα μερμήγκια, που σκαρφαλώναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, που, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια... Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, που έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδιάς της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική που ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη.
Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ.
 Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα που η γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού που προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα.
 Πριν καταλάβει καλά καλά τι της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει
 “μπα, μια πέτρα!”, βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και,
 περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο,
απ’ τον οποίο νόμιζε πως είχε φύγει πια για πάντα.
 Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της·
 μετά από τόση ομορφιά που είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας...
Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ο τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη.
Αργότερα, όταν της πέρασε η πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται
ότι θα ξαναπερνούσε από κει ο μικρός πρίγκηπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα,
κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.
 Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο μικρός πρίγκιπας, που στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει.
 Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια,
ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της,
ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου
 κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Να μην μου γράφεις σ'αγαπώ γιατί θυμώνω.



 Περιμένω να'ρθεις μα ήρθε μόνο τ'απόγευμα
και μέσα στα μάτια του μοναξιά και σιωπή
περιμένω ξανά και ξεχνάω τα λάθη σου
σαν και μένα να ξέρεις δεν σ'αγάπησε κανείς
καρδιά μου μην αργείς δεν ξέρω αύριο που θα'μαι...
Να μην μου γράφεις σ'αγαπώ γιατί θυμώνω
γιατί μου λείπεις κι από μέσα μου βουρκώνω
πάψε να γράφεις σ'αγαπώ και κάνε κάτι
είναι ένα βήμα απ'τον γκρεμό αυτή η αγάπη...



Περιμένω εδώ μες το άδειο δωμάτιο
κι όλοι λένε είναι μάταιο όλο αυτό που περνώ
περιμένω να δω αν το θαύμα δε γίνεται
το φιλί δε συγκρίνεται με ένα σ'αγαπώ
καρδιά μου μην αργείς δεν ξέρω αύριο που θα'μαι...
Να μην μου γράφεις σ'αγαπώ γιατί θυμώνω
γιατί μου λείπεις κι από μέσα μου βουρκώνω
πάψε να γράφεις σ'αγαπώ και κάνε κάτι
είναι ένα βήμα απ'τον γκρεμό αυτή η αγάπη...

Μια μετέωρη κυρία.



Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
―χοντρή σταγόνα μοιάζει―
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κική Δημουλά

O κήπος της Αχαριστίας.


Κώστας Καρυωτάκης :


Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. 

Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. 
Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. 

Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. 
Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. 

Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. 
Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. 

Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.

Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. 

Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια.
 Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω το άρωμά τους.

Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περισσότερο, θα θυμάμαι.

Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία.

θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, 
χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. 

Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, 
θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. 

Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, 
θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη.

Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.

Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.
"Τίποτα δεν διαρκεί
Τίποτα δεν τελειώνει
Τίποτα δεν είναι τέλειο "
Το μόνο που μπορώ να γράψω καλά. ειναι η  φράση  σ' αγαπώ ...

Ηθικόν δίδαγμα:

Τα σημειωματάρια είναι επικίνδυνα.
Όπως και τα blogs.




Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να τα διαβάσει κάποιος που δεν πρέπει.

Τα  πάντα  είναι  ένα 










(  σχεδόν   )









ΤΙΠΟΤΑ












Δεν 







χρειάζονται 










πολλά 






για να πεθάνεις. 






Μονάχα



μια







άρνηση.
Απλώς είχε πανσέληνο κι έτυχε να τηλεφωνήσεις...
 
 

.












Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.




Λειβαδίτης

Αργοπεθαίνει όποιος

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " ι "
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια , που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα. 
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές. 
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή. 
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει. Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής. 
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.
Pablo Neruda
Όταν δεν έχεις πού να πας, ποιος ο λόγος να φοβάσαι πού θα σε βγάλει ο δρόμος;